- χουρριτικός
- -ή, -ό, Νβλ. χουρριακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χουρριακός — και χουρριτικός, ή, ό, Ν [Χούρριοι / Χουρρίτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χουρρίους ή Χουρρίτες 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Χουρριακή και Χουρριτική η χουρριακή / χουρριτική γλώσσα 3. φρ. «χουρριακή γλώσσα» ή «χουρριτική γλώσσα» η… … Dictionary of Greek